- αεροφάρος
- οφάρος για την καθοδήγηση των αεροσκαφών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροφάρος — Φάρος με πηγή φωτεινής ακτινοβολίας μεγάλης έντασης. Αποστολή του α. είναι να φωτίζει ισχυρά τον ουράνιο χώρο, ώστε να προειδοποιούνται από μακρινές αποστάσεις οι πιλότοι των αεροπλάνων και να τους παρέχεται έτσι η ευχέρεια να ελέγχουν τη θέση… … Dictionary of Greek